πολύστιχο

πολύστιχο
το, Ν
βοτ. βλ. πολύστιχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολύστιχος — η, ο / πολύστιχος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαρτίζεται από πολλούς στίχους (α. «πολύστιχο ποίημα» β. «τὴν πολύστιχον καὶ πολύολβον ἐπιστολήν», Στουδ. θεόδ.) 2. (κατ επέκτ.) διεξοδικός, σχοινοτενής νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πολύστιχο βοτ.… …   Dictionary of Greek

  • Πιέτρο ντα Έμπολι — (Pietro da Eboli). Ιταλός ποιητής του 12ου αι. Έγραψε πολύστιχο, ποίημα για τον αυτοκράτορα Ερρίκο ΣΤ’ με τον τίτλο Liber ad honorem Augusti. Το ποίημα αυτό γράφτηκε το 1195 και αναφέρεται σε διάφορα ιστορικά επεισόδια. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα… …   Dictionary of Greek

  • αλαφροΐσκιωτος — Αυτός που έχει ελαφριά σκιά, σε αντίθεση με τον βαρύσκιωτο, που έχει βαριά (Πολίτου Παραδ. σ. 432, αρ. 732 και 1066). Λέγεται και αλαφρόσκιωτος. Την ονομασία αυτή χρησιμοποιεί ο λαός για τους ανθρώπους εκείνους που έχουν την ιδιότητα και τη… …   Dictionary of Greek

  • Βατάτζης, Βασίλειος — (Θεραπεία Κωνσταντινούπολης 1693 – ;). Λόγιος. Γνώριζε καλά την αραβική και την τουρκική. Ως εμπορευόμενος, ταξίδεψε σε πολλές χώρες και σχετίστηκε φιλικά με τον σάχη της Μπουχάρας Ναντίρ, που τον διόρισε πρεσβευτή της χώρας του στην Πετρούπολη.… …   Dictionary of Greek

  • Γλυκάς, Μιχαήλ — (12ος αι.).Χρονικογράφος και ποιητής. Όπως συνάγεται από τις επιγραφές των χειρογράφων του, ήταν γραμματικός. Το 1159, με αφορμή μία καταδίκη του σε φυλάκιση για πολιτικούς λόγους έστειλε στον αυτοκράτορα Μανουήλ ένα πολύστιχο ποίημα γραμμένο στη …   Dictionary of Greek

  • Δανιήλ — I (7ος 6ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Δ., το όνομα του οποίου στα εβραϊκά σημαίνει ο θεός κρίνει, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα με την πρώτη ομάδα Εβραίων (605 π.Χ.)… …   Dictionary of Greek

  • Έπαρχος, Αντώνιος — (Κέρκυρα 1492 – 1571). Λόγιος. Γόνος ευγενούς οικογένειας της Κέρκυρας, ο Έ. διακρίθηκε κυρίως ως δάσκαλος, αντιγραφέας, συλλέκτης και μεταπράτης χειρογράφων. Από το 1519 έως τον θάνατό του ήταν μέλος του συμβουλίου των ευγενών του νησιού. Με την …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννου, Μάνθος — (; – 1748).Λαϊκός στιχουργός. Σε νεαρή ηλικία κατέφυγε μαζί με πολλούς άλλους Ηπειρώτες στην Πελοπόννησο (από το 1685 την κατείχαν οι Ενετοί), επειδή δεν άντεχαν να ζουν υπό τον τουρκικό ζυγό. Εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο, όπου φαίνεται ότι είχε… …   Dictionary of Greek

  • Καλοσυνάς, Αντώνιος — (16ος αι.).Λόγιος γιατρός. Καταγόταν από την Κρήτη και εργάστηκε ως γιατρός και αντιγραφέας στη Βενετία και στην Ισπανία. Ασχολήθηκε με τη μετάφραση αρχαίων ελληνικών κειμένων και έγραψε τη βιογραφία του Λαόνικου και του Δημήτριου Χαλκοκονδύλη.… …   Dictionary of Greek

  • Κυπριανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Καρχηδόνας (3ος αι. μ.Χ.). Βλ. λ. Κυπριανός. Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας (1.). 2. Μαρτύρησε μαζί με την Ιουλιανή. Η μνήμη τους τιμάται την 1η Νοεμβρίου. 3. Μοναχός από τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”